μαγγανείαι

μαγγανείαι
μαγγανείᾱͅ , μαγγανεία
trickery
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαγγανεία — η (AM μαγγανεία) [μαγγανεύω] 1. μαγεία, θαυματοποιία, ιδίως εκείνη η οποία ενεργείται με τη χρήση φαρμάκων, βοτάνων ή μαγικών φίλτρων («τῆς Κίρκης ἡ μαγγανεία», Θεμίστ.) 2. απάτη με διάφορα μέσα νεοελλ. 1. η τέχνη τής επικοινωνίας με τον απόκρυφο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”